- ξεσκλαβώνω
- μετ.1) освобождать (от рабства); раскрепощать; 2) избавлять кого-л. от обременительных забот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκλαβώνω — ξεσκλαβώνω, ξεσκλάβωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσκλαβώνω — 1. απολυτρώνω από τη σκλαβιά, απελευθερώνω από τον ζυγό τής σκλαβιάς 2. απαλλάσσω κάποιον από ενόχληση … Dictionary of Greek
ξεσκλαβώνω — ξεσκλάβωσα, ξεσκλαβώθηκα, ξεσκλαβωμένος 1. δίνω την ελευθερία, ελευθερώνω υπόδουλο: Ενίκησε ο κύρης τση κι η χώρα ξεσκλαβώθη (Ερωτόκριτος). 2. μτφ., απαλλάσσω κάποιον από δύσκολη θέση: Παραιτήθηκα και ξεσκλαβώθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απελευθερώνω — (AM ἀπελευθερῶ, όω) αποδίδω την ελευθερία σε δούλο νεοελλ. 1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω 2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω 3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω … Dictionary of Greek
ξεσκλάβωμα — το [ξεσκλαβώνω] απελευθέρωση … Dictionary of Greek
απελευθερώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ελευθερώνω δούλο ή υπόδουλο, ξεσκλαβώνω: Οι αγωνιστές του 1821 απελευθέρωσαν ένα μέρος της πατρίδας μας. 2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι κακό: Τον τελευταίο καιρό απελευθερώθηκα από αρκετά βάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)